Ο όρος 'point to' παραπέμπει στον όρο 'point'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'point to' is cross-referenced with 'point'. It is in one or more of the lines below.
Κύριες μεταφράσεις |
point to [sth] vtr phrasal insep | figurative (suggest, indicate) (μεταφορικά: κτ ή ότι/πως) | δείχνω ρ μ |
| All the evidence points to his being guilty of the murder. |
| Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι ένοχος για τον φόνο. |
point to [sth] vi + prep | (indicate with index finger) | δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ έκφρ |
| | δείχνω ρ μ |
| She pointed to the sweets on the shelf. |
| Έδειξε με το δάχτυλο τα γλυκά στο ράφι. |
point to [sth] vtr phrasal insep | (cite, give as example) | επικαλούμαι, παραθέτω, αναφέρομαι, παραπέμπω ρ μ |
| He pointed to the recent peace agreement as one of his proudest achievements. |
| Επικαλέστηκε την πρόσφατη συμφωνία ειρήνης ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του. |
Κύριες μεταφράσεις |
point⇒ vi | (indicate [sth], esp. with finger) | δείχνω ρ μ |
| | υποδεικνύω ρ μ |
| She pointed to show where we should stand. |
| Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε. |
point at [sth], point to [sth] vtr + prep | (indicate, esp. with finger) | δείχνω ρ μ |
| | υποδεικνύω ρ μ |
| The little boy pointed at the sky, following a plane with his finger. |
| Το μικρό αγόρι έδειξε προς τον ουρανό, ακολουθώντας ένα αεροπλάνο με το δάχτυλό του. |
point to [sth] vtr phrasal insep | figurative (suggest, indicate) (μεταφορικά: ότι/πως) | δείχνω ρ μ |
| All the signs point to Smith being the murderer. |
| Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος. |
point n | (tip) | άκρη, αιχμή ουσ θηλ |
| (καθομ, συνηθέστερο) | μύτη ουσ θηλ |
| There's a sharp point on this pencil. |
| Αυτό το μολύβι έχει αιχμηρή άκρη. |
| Αυτό το μολύβι έχει μυτερή μύτη. |
point n | (objective) | σκοπός, στόχος ουσ αρσ |
| | λόγος ουσ αρσ |
| | νόημα ουσ ουδ |
| We mustn't forget the point of the exercise. |
| Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης. |
point n | (reason, significance) | νόημα ουσ ουδ |
| I didn't grasp the point of what he was saying. |
| Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε. |
point n | (mathematics: decimal point) | κόμμα ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | και σύνδ |
| (σύμβολο) | υποδιαστολή ουσ θηλ |
| The value of pi is about three point one four. |
| Η τιμή του π είναι τρία κόμμα δεκατέσσερα. |
| Η τιμή του π είναι τρία και δεκατέσσερα. |
point n | (detail) | θέμα ουσ ουδ |
| | σημείο ουσ ουδ |
| My speech is divided into three points. |
| Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα. |
point n | (characteristic) | σημείο, χαρακτηριστικό ουσ ουδ |
| Plot is not the film's strong point. |
| Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
point n | UK (dot) | σημάδι, σημαδάκι ουσ ουδ |
| | τελεία, τελίτσα ουσ θηλ |
| | κουκίδα ουσ θηλ |
| Finally, the travellers saw a point of light in the distance. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα. |
point n | (degree, level) | σημείο ουσ ουδ |
| The water reached boiling point. |
point n | (geography: location) | μέρος ουσ ουδ |
| | σημείο ουσ ουδ |
| | περιοχή ουσ θηλ |
| This train serves Birmingham and all points south. |
point n | (intersection) | σημείο ουσ ουδ |
| The line cuts the circle at two separate points. |
| Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία. |
point n | (moment) | σημείο ουσ ουδ |
| (χρόνος) | στιγμή, ώρα |
| (καθομιλουμένη) | φάση ουσ θηλ |
| At that point I realized the danger of the situation. |
| Σε εκείνο το σημείο κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
| Εκείνη τη στιγμή (or: ώρα) κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
| Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
point n | (score) | πόντος ουσ αρσ |
| | βαθμός ουσ αρσ |
| The highest possible score in darts is 180 points. |
point n | (finance: hundredth of a cent) | εκατοστιαία μονάδα επίθ + ουσ θηλ |
| The dollar fell by eighty points against the yen. |
point n | (finance: index measure) | μονάδα ουσ θηλ |
| The Dow Jones lost thirty-two points today. |
point n | (printing: 1/72 inch) (μέγεθος γραμματοσειράς) | σημείο ουσ ουδ |
| | point ουσ ουδ ακλ |
| The main text should be twelve point; titles should be sixteen point. |
point n | (outlet) | πρίζα ουσ θηλ |
| There aren't enough power points for all our equipment. |
| Δεν υπάρχουν αρκετές πρίζες για όλο τον εξοπλισμό. |
point n | (geography: headland) | ακρωτήριο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | ακρωτήρι ουσ ουδ |
| | κάβος ουσ αρσ |
| Every morning, Nancy rows around the point and back again. |
point n | (good, worth) | νόημα ουσ ουδ |
| Every time I do the housework, the house just gets dirty again, so what's the point? What's the point of putting on your best clothes if no one is going to see you? |
points npl | UK (railway junction) | διακλάδωση ουσ θηλ |
| | διακλάδωση σιδηροτροχιών φρ ως ουσ θηλ |
| Points allow the train to pass from one track to another. |
point vi | (tend towards a given direction) | κατευθύνομαι ρ αμ |
| (μεταφορικά: έχω πορεία) | οδηγώ ρ αμ |
| The road points southerly. |
point vi | (face a given direction) | βλέπω, κοιτάζω ρ αμ |
| | βλέπω, κοιτάζω ρ μ |
| Their house points towards the sea. |
| Το σπίτι βλέπει προς τη θάλασσα. |
| Το σπίτι βλέπει τη θάλασσα. |
point vi | (gun, camera: aim) | σημαδεύω, σκοπεύω ρ μ |
| Lift the gun, point and fire. |
point to [sth] vi + prep | (show, indicate [sth]) | δείχνω, υποδεικνύω ρ μ |
| | δείχνω, υποδεικνύω ρ αμ |
| The survey points to his deep unpopularity. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η έρευνα δείχνει την τάση των νέων να διαφωνούν με τις απόψεις των μεγαλυτέρων. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους. |
point [sth] at [sb]⇒ vtr | (aim) (κάποιον με κάτι) | σημαδεύω ρ μ |
| (γυρίζω κάτι προς κάποιον) | στρέφω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | δείχνω ρ μ |
| Don't point that knife at me. |
| Μη με σημαδεύεις με το όπλο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί. |
point [sth]⇒ vtr | (fill gaps in mortar) | κάνω αρμολόγηση περίφρ |
| | αρμολογώ ρ μ |
| He has pointed all the brickwork. |
point [sb] to [sth]⇒ vtr | (direct) (κάποιον σε/προς κάτι) | κατευθύνω ρ αμ |
| (καθομ: κάτι σε κάποιον) | δείχνω ρ μ |
| She pointed us to the door. |
| Μας κατεύθυνε προς την πόρτα. |
| Μας έδειξε την πόρτα. |
point [sth]⇒ vtr | rare (sharpen) | κάνω κτ αιχμηρό ρ μ + επίθ |
| (μολύβι) | ξύνω ρ μ |
| The old man used a sharp knife to point his pencil. |
| Ο ηλικιωμένος άντρας χρησιμοποίησε ένα κοφτερό μαχαίρι για να ξύσει το μολύβι. |
Phrasal verbs point | point to |
point at [sth/sb] vtr phrasal insep | (indicate with finger) | δείχνω με το δάχτυλο ρ μ |
| It was him, said the witness, pointing at the defendant. |
| Αυτός ήταν, είπε ο μάρτυρας, δείχνοντας με το δάχτυλο τον εναγόμενο. |
point at [sb] vtr phrasal insep | figurative (accuse) (μεταφορικά) | κατηγορώ ρ μ |
point at [sth/sb] vtr phrasal insep | figurative (be evidence for) | αποτελώ απόδειξη ρ μ |
| All the evidence points at Mr. Smith. |