Σε αυτή τη σελίδα: point to, point
Ο όρος 'point to' παραπέμπει στον όρο 'point'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'point to' is cross-referenced with 'point'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
point to [sth] vtr phrasal insep figurative (suggest, indicate) (μεταφορικά: κτ ή ότι/πως)δείχνω ρ μ
 All the evidence points to his being guilty of the murder.
 Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι ένοχος για τον φόνο.
point to [sth] vi + prep (indicate with index finger)δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ έκφρ
  δείχνω ρ μ
 She pointed to the sweets on the shelf.
 Έδειξε με το δάχτυλο τα γλυκά στο ράφι.
point to [sth] vtr phrasal insep (cite, give as example)επικαλούμαι, παραθέτω, αναφέρομαι, παραπέμπω ρ μ
 He pointed to the recent peace agreement as one of his proudest achievements.
 Επικαλέστηκε την πρόσφατη συμφωνία ειρήνης ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
point vi (indicate [sth], esp. with finger)δείχνω ρ μ
  υποδεικνύω ρ μ
 She pointed to show where we should stand.
 Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε.
point at [sth],
point to [sth]
vtr + prep
(indicate, esp. with finger)δείχνω ρ μ
  υποδεικνύω ρ μ
 The little boy pointed at the sky, following a plane with his finger.
 Το μικρό αγόρι έδειξε προς τον ουρανό, ακολουθώντας ένα αεροπλάνο με το δάχτυλό του.
point to [sth] vtr phrasal insep figurative (suggest, indicate) (μεταφορικά: ότι/πως)δείχνω ρ μ
 All the signs point to Smith being the murderer.
 Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος.
point n (tip)άκρη, αιχμή ουσ θηλ
  (καθομ, συνηθέστερο)μύτη ουσ θηλ
 There's a sharp point on this pencil.
 Αυτό το μολύβι έχει αιχμηρή άκρη.
 Αυτό το μολύβι έχει μυτερή μύτη.
point n (objective)σκοπός, στόχος ουσ αρσ
  λόγος ουσ αρσ
  νόημα ουσ ουδ
 We mustn't forget the point of the exercise.
 Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης.
point n (reason, significance)νόημα ουσ ουδ
 I didn't grasp the point of what he was saying.
 Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε.
point n (mathematics: decimal point)κόμμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)και σύνδ
  (σύμβολο)υποδιαστολή ουσ θηλ
 The value of pi is about three point one four.
 Η τιμή του π είναι τρία κόμμα δεκατέσσερα.
 Η τιμή του π είναι τρία και δεκατέσσερα.
point n (detail)θέμα ουσ ουδ
  σημείο ουσ ουδ
 My speech is divided into three points.
 Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα.
point n (characteristic)σημείο, χαρακτηριστικό ουσ ουδ
 Plot is not the film's strong point.
 Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
point n UK (dot)σημάδι, σημαδάκι ουσ ουδ
  τελεία, τελίτσα ουσ θηλ
  κουκίδα ουσ θηλ
 Finally, the travellers saw a point of light in the distance.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα.
point n (degree, level)σημείο ουσ ουδ
 The water reached boiling point.
point n (geography: location)μέρος ουσ ουδ
  σημείο ουσ ουδ
  περιοχή ουσ θηλ
 This train serves Birmingham and all points south.
point n (intersection)σημείο ουσ ουδ
 The line cuts the circle at two separate points.
 Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία.
point n (moment)σημείο ουσ ουδ
  (χρόνος)στιγμή, ώρα
  (καθομιλουμένη)φάση ουσ θηλ
 At that point I realized the danger of the situation.
 Σε εκείνο το σημείο κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.
 Εκείνη τη στιγμή (or: ώρα) κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.
 Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.
point n (score)πόντος ουσ αρσ
  βαθμός ουσ αρσ
 The highest possible score in darts is 180 points.
point n (finance: hundredth of a cent)εκατοστιαία μονάδα επίθ + ουσ θηλ
 The dollar fell by eighty points against the yen.
point n (finance: index measure)μονάδα ουσ θηλ
 The Dow Jones lost thirty-two points today.
point n (printing: 1/72 inch) (μέγεθος γραμματοσειράς)σημείο ουσ ουδ
  point ουσ ουδ ακλ
 The main text should be twelve point; titles should be sixteen point.
point n (outlet)πρίζα ουσ θηλ
 There aren't enough power points for all our equipment.
 Δεν υπάρχουν αρκετές πρίζες για όλο τον εξοπλισμό.
point n (geography: headland)ακρωτήριο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)ακρωτήρι ουσ ουδ
  κάβος ουσ αρσ
 Every morning, Nancy rows around the point and back again.
point n (good, worth)νόημα ουσ ουδ
 Every time I do the housework, the house just gets dirty again, so what's the point? What's the point of putting on your best clothes if no one is going to see you?
points npl UK (railway junction)διακλάδωση ουσ θηλ
  διακλάδωση σιδηροτροχιών φρ ως ουσ θηλ
 Points allow the train to pass from one track to another.
point vi (tend towards a given direction)κατευθύνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά: έχω πορεία)οδηγώ ρ αμ
 The road points southerly.
point vi (face a given direction)βλέπω, κοιτάζω ρ αμ
  βλέπω, κοιτάζω ρ μ
 Their house points towards the sea.
 Το σπίτι βλέπει προς τη θάλασσα.
 Το σπίτι βλέπει τη θάλασσα.
point vi (gun, camera: aim)σημαδεύω, σκοπεύω ρ μ
 Lift the gun, point and fire.
point to [sth] vi + prep (show, indicate [sth])δείχνω, υποδεικνύω ρ μ
  δείχνω, υποδεικνύω ρ αμ
 The survey points to his deep unpopularity.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η έρευνα δείχνει την τάση των νέων να διαφωνούν με τις απόψεις των μεγαλυτέρων.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους.
point [sth] at [sb] vtr (aim) (κάποιον με κάτι)σημαδεύω ρ μ
  (γυρίζω κάτι προς κάποιον)στρέφω ρ μ
  (καθομιλουμένη)δείχνω ρ μ
 Don't point that knife at me.
 Μη με σημαδεύεις με το όπλο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί.
point [sth] vtr (fill gaps in mortar)κάνω αρμολόγηση περίφρ
  αρμολογώ ρ μ
 He has pointed all the brickwork.
point [sb] to [sth] vtr (direct) (κάποιον σε/προς κάτι)κατευθύνω ρ αμ
  (καθομ: κάτι σε κάποιον)δείχνω ρ μ
 She pointed us to the door.
 Μας κατεύθυνε προς την πόρτα.
 Μας έδειξε την πόρτα.
point [sth] vtr rare (sharpen)κάνω κτ αιχμηρό ρ μ + επίθ
  (μολύβι)ξύνω ρ μ
 The old man used a sharp knife to point his pencil.
 Ο ηλικιωμένος άντρας χρησιμοποίησε ένα κοφτερό μαχαίρι για να ξύσει το μολύβι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
point | point to
ΑγγλικάΕλληνικά
point at [sth/sb] vtr phrasal insep (indicate with finger)δείχνω με το δάχτυλο ρ μ
 It was him, said the witness, pointing at the defendant.
 Αυτός ήταν, είπε ο μάρτυρας, δείχνοντας με το δάχτυλο τον εναγόμενο.
point at [sb] vtr phrasal insep figurative (accuse) (μεταφορικά)κατηγορώ ρ μ
point at [sth/sb] vtr phrasal insep figurative (be evidence for)αποτελώ απόδειξη ρ μ
 All the evidence points at Mr. Smith.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
point to | point
ΑγγλικάΕλληνικά
point-to-point,
point to point
adj
(from one specific location to another)από σημείο σε σημείο περίφρ
  από ένα μέρος σε άλλο μέρος περίφρ
Σχόλιο: Hyphens are used when the adjective precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'point to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση point to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «point to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!